Μπαντούνγκ

Μπαντούνγκ
Πόλη (2.368.200 κάτ.) της Ινδονησίας, πρωτεύουσα της επαρχίας της Δυτικής Ιάβας (44.300 τ.χλμ.). Χτισμένη σε γραφική ορεινή περιοχή, σε ύψος περίπου 800 μ., έχει πολύ πιο υγιεινό κλίμα από τις παραλιακές πόλεις. Οι Ολλανδοί, που την ίδρυσαν το 1810 με το όνομα Bandoeng, της έδωσαν όψη ευρωπαϊκής πόλης και την έκαναν κέντρο τουρισμού και παραθερισμού. Η Μ. όμως είναι και μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, ιδιαίτερα στο χημικό (φαρμακευτικό) υφαντουργικό και μηχανομεταλλουργνκό τομέα. Από τις γειτονικές φυτείες κιγχόνης προέρχεται σχεδόν όλη η παγκόσμια παραγωγή κινίνου· η επαρχία παράγει επίσης τσάι, ρύζι και άλλα δημητριακά, που διοχετεύονται όλα στην αγορά του Μ. Η πόλη έχει αξιόλογες πολιτιστικές παραδόσεις και είναι έδρα πανεπιστημίου και άλλων ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Διάσκεψη του Μ. Από τις 18 έως τις 24 Απριλίου 1955 συγκεντρώθηκαν στο Μ. οι αντιπρόσωποι 23 ασιατικών και 6 αφρικανικών χωρών. Εκεί έγιναν συμφωνίες για κοινή αντιαποικιακή πολιτική και διακηρύχθηκε για μια ακόμα φορά το δικαίωμα ανεξαρτησίας όλων των χωρών. Ο αντιπρόσωπος της Ινδίας Νεχρού, ο οποίος με τον αντιπρόσωπο της Κίνας Τσου Εν Λάι ήταν οι σημαντικότερες προσωπικότητες της διάσκεψης, υποστήριξε την αρχή της «ενεργής ουδετερότητας», στην οποία προσχώρησαν οι αντιπρόσωποι πολλών χωρών. Η Διάσκεψη του Μ. ήταν η πρώτη εκδήλωση της διεθνούς πολιτικής των αφροασιατικών χωρών απέναντι στα ευρωπαϊκά και αμερικανικά κράτη και, έως έναν βαθμό, εναντίον τους. Τμήμα πλατείας στην πόλη Μπαντούνγκ, πρωτεύουσας της Δυτικής Ιάβας στην Ινδονησία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • Μακάριος Γ’ — (Μιχαήλ Μούσκος, Παναγιά Κύπρου 1913 – Λευκωσία 1977). Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου (1950 77) και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959 77). Σπούδασε θεολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βοστόνης και νομικά στο Πανεπιστήμιο …   Dictionary of Greek

  • Μάο Τσε-τουνγκ — (Mao Zedong / Mao Che Tung, Σιαο Σιάν, Χουνάν 1893 – Πεκίνο 1976). Κινέζος πολιτικός, πρόεδρος του Κομουνιστικού Κόμματος της Κίνας και πρώτος πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Ήταν γιος γαιοκτήμονα και ξεκίνησε τις σπουδές του στο… …   Dictionary of Greek

  • Νεχρού, Κρι Γιαβαχαρλάλ — (Nehru Jawaharlal, Αλαχαμπάντ 1889 – Νέο Δελχί 1964). Ινδός πολιτικός. Γιος πλούσιου δικηγόρου, σπούδασε στην Αγγλία και το 1912 πήρε το δίπλωμα της νομικής. Οπαδός του Γκάντι αλλά ξένος προς τον θρησκευτικό μυστικισμό του Μαχάτμα, έγινε μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Περό, Σαρλ Εντγκάρ ντι– — (du Perron, Μέεστερ Κορνέλις, Ιάβα 1899 – Μπέργκεν 1940). Ολλανδός συγγραφέας. Από οικογένεια γαλλικής καταγωγής, έζησε στην Ινδοκίνα μέχρι τα 22 του χρόνια, έμεινε μετά για λίγο στο Βέλγιο και κατόπιν εργάστηκε στο Παρίσι ως δημοσιογράφος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”